- συνοχέα
- συνοχέᾱ , συνοχεύςone that holds togethermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνοχέας — συνοχέᾱς , συνοχεύς one that holds together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραδιοηλεκτρολογία — Τεχνική που επιτρέπει τη μετάδοση μηνυμάτων, ήχων ή εικόνων σε μεγάλη απόσταση με τη βοήθεια των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Η ρ. είναι συλλογικό έργο, οφείλεται δε σε εφευρέτες επιστήμονες και τεχνικούς, που ανήκουν σε διάφορα έθνη. Το 1845 ο Μ.… … Dictionary of Greek
συνοχέας — ο / συνοχεύς, έως, ΝΜΑ [συνέχω] νεοελλ. 1. καθετί που προσδίδει συνοχή, που συγκρατεί 2. βοτ. ο λεπτός σύνδεσμος από παρεγχυματικό ιστό που συνδέει τους γυρεοσακους τού ανθήρα, στον στήμονα τού άνθους τών αγγειόσπερμων φυτών 3. φυσ. φωρατής… … Dictionary of Greek
Μαρκόνι, Γκουλιέλμο Μαρκέζε — (Gulielmo Marchese Marconi, Μπολόνια 1874 – Ρώμη 1937). Ιταλός φυσικός, εφευρέτης της ασύρματης τηλεγραφίας. Παρότι δεν ακολούθησε κανονικές σπουδές, αφοσιώθηκε στις έρευνες των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και έγινε δεκτός στο εργαστήριο φυσικής… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
Ηγίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος γλύπτης (αρχές 5ου αι. π.Χ.). O Πλίνιος τον τοποθετεί στην 83η Ολυμπιάδα, αναφέροντάς τον μαζί με τον Αλκαμένη, τον Κριτία και τον Νησιώτη, και μνημονεύει αγάλματά του της Αθηνάς, του Πύρρου, του Κάστορα και… … Dictionary of Greek
Καλτσέκι, Ονέστι Τεμίστοκλε — (Onesti Temistocle Calzecchi, Λαπεντόνα 1853 – Μοντερουμπιάνο 1922). Ιταλός φυσικός και εφευρέτης. Έπειτα από μια σειρά πειραμάτων, στα οποία επιδόθηκε από το 1884 έως το 1886, κατόρθωσε να αποδείξει ότι ένας μονωτικός σωλήνας που περιέχει… … Dictionary of Greek